- πολυχώρητος
- -η, -ο/πολυχώρητος, -ον, ΝΜΑαυτός που χωρά πολλούς ή πολλά ευρύχωρος, πολύχωροςαρχ.αυτός που καταλαμβάνει μεγάλο χώρο, που απλώνεται σε μεγάλη έκταση2. αυτός που έχει μεγάλη έκταση, μεγάλη επιφάνεια, μεγάλο εμβαδόν.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + χωρητός (< χωρῶ), πρβλ. ολιγο-χώρητος].
Dictionary of Greek. 2013.